λεπτ(ο)-

λεπτ(ο)-
(AM λεπτ[ο])
α' συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους προσδιοριστικού τύπου. Το α' συνθετικό προσδίδει τη σημ. τής λεπτότητας στο β' συνθετικό (πρβλ. λεπτό-γραμμος, λεπτό-σωμος), τής καλλιέργειας, τής εκλεπτύνσεως (πρβλ. λεπτο-γνώμων, λεπτό-νους), τής ακριβείας, τής λεπτομέρειας (πρβλ. λεπτ-ηγορώ, λεπτο-λόγος, λεπτο-μερής), ή, τέλος, τη σημ. τής κομψότητας, τής διακριτικότητας (πρβλ. λεπτο-βαδίζω, λεπτοδουλεμένος, λεπτουργός). Προέρχεται από το επίθ. λεπτός (πρβλ. λεπτό-βλαστος «αυτός που έχει λεπτούς βλαστούς») ή από το επίρρ. λεπτώς / λεπτά, όταν το β' συνθετικό είναι ρηματ. τ. (πρβλ. λεπτο-καμωμένος «καμωμένος λεπτά»).Σύνθετα με α' συνθετικό λεπτ(ο)-: λεπτεπίλεπτος, λεπτόγαιος, λεπτόγραμμος, λεπτόδερμος, λεπτοκάρυο, λεπτόκνημος, λεπτολόγος, λεπτομερής, λεπτοποιώ, λεπτόπους, λεπτόρριζος, λεπτόσαρκος, λεπτόσπερμος, λεπτόστομος, λεπτόσωμος, λεπτοτομώ, λεπτοτράχηλος, λεπτότριχος, λεπτουργής, λεπτουργός, λεπτοϋφής, λεπτοφλοιός, λεπτοφυής, λεπτόφυλλος, λεπτόφωνος, λεπτόχειλος
αρχ.
λεπταμικτόριον, λεπτερέβινθος, λεπτηγορώ, λεπτηκής, λεπτόβλαστος, λεπτοβόης, λεπτόβυρσος, λεπτόγαστρος, λεπτογνώμων, λεπτόδομος, λεπτοεπώ, λεπτόθριος, λεπτόϊνος, λεπτόκαρπος, λεπτόκαρφος, λεπτοκυμία, λεπτολαχανον, λεπτόλιθος, λεπτομεριμνος, λεπτομήλη, λεπτόμητις, λεπτόμιτος, λεπτομυθώ, λεπτόνευρος, λεπτονόητος, λεπτόνους, λεπτόπηνος, λεπτόπρυμνος, λεπτόπυγος, λεπτόρρυτος, λεπτοσκελής, λεπτοσπάθητος, λεπτοσπάθιον, λεπτοσύνθετος, λεπτοσχιδής, λεπτοταρίχιον, λεπτότρητος, λεπτοφαής, λεπτοχειλής, λεπτόχρως, λεπτόχυλος, λεπτοψάμαθος, λεπτόψηφος
αρχ.-μσν.
λεπτοκάλαμος, λεπτοκεραμεύς, λεπτόκλωνος, λεπτοκοπώ
μσν.
λεπτοαφηγούμαι, λεπτοβαδίζω, λεπτοειδής, λεπτόζηλος, λεπτοκτήτωρ, λεπτολάγκαδον, λεπτολεκτώ, λεπτολεσχώ, λεπτολιθαρόφαντος, λεπτοπερπατώ, λεπτοπυκνός, λεπτοπυρέτιον, λεπτόρραμφος, λεπτόρρις, λεπτόσφυρος, λεπτοτεχνουργημένος, λεπτοτεχνουργία, λεπτοτεχνουργοστόρητος, λεπτοχαράκτηρος, λεπτόχυτος
μσν.- νεοελλ.
λεπτογράφω, λεπτοδάκτυλος, λεπτόρρινος
νεοελλ.
λεπταίσθητος, λεπτοδουλεμένος, λεπτοκαμωμένος, λεπτόκοκκος, λεπτοπρόσωπος, λεπτόρρευστος, λεπτοσανίδα, λεπτοτέχνημα, λεπτότεχνος, λεπτόφλουδος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λέπτ' — λεπτά , λεπτόν neut nom/voc/acc pl λεπτά , λεπτός peeled neut nom/voc/acc pl λεπτά̱ , λεπτός peeled fem nom/voc/acc dual λεπτά̱ , λεπτός peeled fem nom/voc sg (doric aeolic) λεπτέ , λεπτός peeled masc voc sg λεπταί , λεπτός peeled fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτόγαιος — και λεπτόγειος, ο και λεπτόγεως, ων (Α λεπτόγειος και λεπτόγαιος, ον και λεπτόγεως, ων) αυτός που έχει λίγο, όχι παχύ και εύφορο χώμα, άγονος αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λεπτόγεα τα άγονα εδάφη, οι γυμνές περιοχές. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λεπτόγαιος… …   Dictionary of Greek

  • λεπτός — ή, ό (AM λεπτός, ή, όν) 1. αυτός που δεν έχει πάχος ή όγκο, φτενός, αραιός στη σύσταση, σε αντιδιαστολή με τον παχύ (α. «λεπτό ύφασμα» β. «λεπτόν τε πέπλον», Ευρ.) 2. αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος (α. «μετά τη δίαιτα έγινε πολύ λεπτός» β. «ψῡχος… …   Dictionary of Greek

  • λεπτοδάκτυλος — η, ο (Μ λεπτοδάκτυλος, ον) αυτός που έχει λεπτά, αβρά δάκτυλα νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο λεπτοδάκτυλος α) αυτός που παρουσιάζει λεπτοδακτυλία β) ζωολ. γένος άνουρων αμφιβίων τής οικογένειας leptodactylidae. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + δάκτυλος (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • λεπτοφαής — ή λεπτοφανής, ές (Α) αυτός που λάμπει αμυδρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * (< επίρρ. λεπτά) + φαής (< φάος), πρβλ. κεραυνο φαής, νυκτι φαής. Ο τ. λεπτοφανής < λεπτ(ο) * (< επίρρ. λεπτά) + φανής (< φαίνω), πρβλ. κατα φανής, νυκτι φανής] …   Dictionary of Greek

  • κνιδιουργής — κνιδιουργής, ές (Α) κατασκευασμένος στην Κνίδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κνίδος + ουργής (< ἔργον), πρβλ. καιν ουργής, λεπτ ουργής] …   Dictionary of Greek

  • κοντακιανός — ή, ό κάπως κοντός, κοντούτσικος, μικρού αναστήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (Ι) «βραχύς» κατά τα μτγν. επίθ. λεπτ ακ ινός, μαλθ ακ ινός, και με επίδραση τών επιθέτων σε ανός] …   Dictionary of Greek

  • λέπτουρος — (Lepturus). Γένος εντόμων της οικογένειας των κεραμβυκιδών. Είναι μακρόκερο, κολεόπτερο έντομο με μεγάλη ποικιλία ζωηρών χρωμάτων. Ζει στα άνθη των σκιαδιανθών και οι προνύμφες του μεγαλώνουν μέσα σε ξερά φύλλα. Η προνύμφη του κόκκινου λ. ανοίγει …   Dictionary of Greek

  • λεπταίσθητος — η, ο 1. αυτός που έχει λεπτά αισθήματα 2. αυτός που έχει οξεία αίσθηση τού καλού γούστου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + αισθητός (< αισθάνομαι). Η λ. μαρττυρείται από το 1886 στο περ. Εστία] …   Dictionary of Greek

  • λεπταμικτόριον — λεπταμικτόριον, τὸ (Α) λεπτό γιλέκο, λεπτό αμπέχονο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + αμικτόριον (< λατ. amictorium «αμπέχονο»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”